- εὐκτηρίου
- εὐκτήριοςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
молитвище — МОЛИТВИЩ|Е (4*), А с. Молитвенный дом; часовня, молельня: хотѧи [поставить] молитвище или цр҃квь да преже гл҃ть ѥп(с)пѹ вещь. мл҃твище же. или въ селѣ. или в домѹ поставльше. достои пѣти и мл҃твы творити. (τοῦ εὐκτήριον) ПНЧ 1296, 75 об.; изиде… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
Βιτάλε ντα Μπολόνια — (Vitale da Bologna, Μπολόνια 1309 – 1361). Ιταλός ζωγράφος. Ονομαζόταν επίσης Βιτάλε ντέλε Μαντόνε ή Βιτάλε ντέλι Έκουι και ταυτίζεται, κατά τη γνώμη μερικών ιστορικών, με τον Βιτάλε ντι Άιμο ντε Καβάλι. Αναφέρεται για πρώτη φορά το 1330, όταν… … Dictionary of Greek
Γκατζίνι, Αντονέλο — (Antonello Gagini, Παλέρμο 1478 – 1536).Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. Γιος του ομότεχνού του Ντομένικο Γκατζίνι (βλ. λ.), άρχισε τη σταδιοδρομία του ως γλύπτης στη Μεσσήνη αλλά η πλαισίωση των γλυπτών του με μνημειακές επιβλητικές κατασκευές… … Dictionary of Greek